δασάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | δασάρχης | οι | δασάρχες |
γενική | του του/της |
δασάρχη δασάρχου |
των | δασαρχών |
αιτιατική | τον/τη | δασάρχη | τους/τις | δασάρχες |
κλητική | δασάρχη (δασάρχα) |
δασάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδασάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- επικεφαλής του δασαρχείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασάρχης
|