Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγγεροτυπία οι δαγγεροτυπίες
      γενική της δαγγεροτυπίας των δαγγεροτυπιών
    αιτιατική τη δαγγεροτυπία τις δαγγεροτυπίες
     κλητική δαγγεροτυπία δαγγεροτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαγγεροτυπία < γαλλική daguerréotype < από το όνομα του εφευρέτη της Louis Daguerre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαγγεροτυπία θηλυκό και δαγκεροτυπία

  1. πρώιμη φωτογραφική τεχνική που αναπτύχθηκε από τον Γάλλο Louis Daguerre (1835)
  2. η εικόνα που έχει παραχθεί με αυτή την τεχνική

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία