daguerréotype
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
daguerréotype | daguerréotypes |
daguerréotype (fr) αρσενικό
- η δαγκεροτυπία
- η αντίστοιχη συσκευή
- η ίδια η εικόνα
ενικός | πληθυντικός |
daguerréotype | daguerréotypes |
daguerréotype (fr) αρσενικό