Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

daguerréotype < Daguerre + -type

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
daguerréotype daguerréotypes

daguerréotype (fr) αρσενικό

  1. η δαγκεροτυπία
  2. η αντίστοιχη συσκευή
  3. η ίδια η εικόνα