Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρουνιά οι γουρουνιές
      γενική της γουρουνιάς των γουρουνιών
    αιτιατική τη γουρουνιά τις γουρουνιές
     κλητική γουρουνιά γουρουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουρουνιά < γουρούνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουρουνιά θηλυκό

  1. γουρουνίσια συμπεριφορά
  2. προστυχιά, χυδαιότητα
  3. λαιμαργία

  Μεταφράσεις επεξεργασία