γουνεμπορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουνεμπορία | οι | γουνεμπορίες |
γενική | της | γουνεμπορίας | — | |
αιτιατική | τη | γουνεμπορία | τις | γουνεμπορίες |
κλητική | γουνεμπορία | γουνεμπορίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γουνεμπορία < γουνέμπορος / γούν(α) + -εμπορία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουνεμπορία θηλυκό
- η δραστηριότητα του γουνεμπόρου
- ο εμπορικός τομέας της γουνοποιίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουνεμπορία
|