γνωριμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γνωριμότητα < μεσαιωνική ελληνική γνωριμότης < γνώριμος < αρχαία ελληνική γνώριμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γνωριμότητα θηλυκό
- (σπάνιο) η γνωριμία, η αναγνώριση
Μεταφράσεις επεξεργασία
γνωριμότητα
|