Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκεσουίτης οι γκεσουίτες
      γενική του γκεσουίτη των γκεσουιτών
    αιτιατική τον γκεσουίτη τους γκεσουίτες
     κλητική γκεσουίτη γκεσουίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκεσουίτης < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟe.suˈi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκε‐σου‐ί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκεσουίτης αρσενικό

  • (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ιησουίτης
    ※  Ρ ο ύ σ η ς: –Εἶσαι γκεσουίτης!
    Τ α σ ά κ ο ς: –Βρίσκετε πώς ἡ διαλεχτική μου μέθοδος ἔχει τίποτα κοινό μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἰγνατίου Λοϊόλα;
    Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956 [μυθιστόρημα]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία