Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουλτζής οι γιουλτζήδες
      γενική του γιουλτζή των γιουλτζήδων
    αιτιατική τον γιουλτζή τους γιουλτζήδες
     κλητική γιουλτζή γιουλτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουλτζής < τουρκική yol (δρόμος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουλτζής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία