γιαουρτόσουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιαουρτόσουπα | οι | γιαουρτόσουπες |
γενική | της | γιαουρτόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | γιαουρτόσουπα | τις | γιαουρτόσουπες |
κλητική | γιαουρτόσουπα | γιαουρτόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιαουρτόσουπα < γιαούρτ(ι) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιαουρτόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής το γιαούρτι και ζωμό κότας
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιαουρτόσουπα
|