Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιαγκιλίκι τα γιαγκιλίκια
      γενική του γιαγκιλικιού των γιαγκιλικιών
    αιτιατική το γιαγκιλίκι τα γιαγκιλίκια
     κλητική γιαγκιλίκι γιαγκιλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαγκιλίκι < τουρκική yangın (έντονο ερωτικό πάθος) + -λίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαγκιλίκι ουδέτερο