Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερόλυκος οι γερόλυκοι
      γενική του γερόλυκου των γερόλυκων
    αιτιατική τον γερόλυκο τους γερόλυκους
     κλητική γερόλυκε γερόλυκοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γερόλυκος < (γέρος) γερό- + λύκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γερόλυκος αρσενικό

  1. ένας γερασμένος λύκος
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος μεγάλης ηλικίας με αξιόλογη δράση σε έναν τομέα, βετεράνος
    ο γερόλυκος της ροκ επιστρέφει με νέες συναυλίες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία