γερόλυκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγερόλυκος αρσενικό
- ένας γερασμένος λύκος
- (μεταφορικά) άνθρωπος μεγάλης ηλικίας με αξιόλογη δράση σε έναν τομέα, βετεράνος
- ο γερόλυκος της ροκ επιστρέφει με νέες συναυλίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γερόλυκος