Δείτε επίσης: γερό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. γερο- < μεσαιωνική ελληνική γερο- < γέρος
  2. γερο- < γερός

  Πρόθημα επεξεργασία

γερο-

  1. ασυνθετικό που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη αναφέρεται σε άτομο μεγάλης ηλικία
    γερομπισμπίκης
    άλλες μορφές: γερό-
  2. προτακτικό με ενωτικό που ακολουθείται από κύριο όνομα
    γερο-Δήμος

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πρόθημα επεξεργασία

γερο-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πρόθημα επεξεργασία

γερο-

Σύνθετα επεξεργασία