γεννητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γεννητικότης | αἱ | γεννητικότητες | ||||
γενική | τῆς | γεννητικότητος | τῶν | γεννητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | γεννητικότητι | ταῖς | γεννητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γεννητικότητα | τὰς | γεννητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | γεννητικότης | γεννητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεννητικότης < αρχαία ελληνική γεννητικ(ός) + -ότης → και δείτε τη λέξη γεννητικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεννητικότης θηλυκό