Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεννήτρα οι γεννήτρες
      γενική της γεννήτρας
    αιτιατική τη γεννήτρα τις γεννήτρες
     κλητική γεννήτρα γεννήτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννήτρα < γεννώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεννήτρα θηλυκό

  1. (μεταφορικά) αυτή που γεννάει, μάνα
    Βραχότοπος, μα ξακουστή παλληκαριών γεννήτρα. Δεν είδα απ’ την πατρίδα μου γλυκύτερο στον κόσμο. (Μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη των στίχων της Οδύσσειας, ι 27-28)

  Μεταφράσεις επεξεργασία