Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γενετιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γενετιστ
ής
οι
γενετιστ
ές
γενική
του
γενετιστ
ή
των
γενετιστ
ών
αιτιατική
τον
γενετιστ
ή
τους
γενετιστ
ές
κλητική
γενετιστ
ή
γενετιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γενετιστής
<
γενετική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γενετιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
επιστήμονας
που ασχολείται με τη
γενετική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γενετιστής
αγγλικά
:
geneticist
(en)
γαλλικά
:
généticien
(fr)
γερμανικά
:
Genetiker
(de)