γαστρεντερολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαστρεντερολογία | οι | γαστρεντερολογίες |
γενική | της | γαστρεντερολογίας | των | γαστρεντερολογιών |
αιτιατική | τη | γαστρεντερολογία | τις | γαστρεντερολογίες |
κλητική | γαστρεντερολογία | γαστρεντερολογίες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαστρεντερολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική gastroentérologie[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαστρεντερολογία θηλυκό
- (ιατρική): ειδικότητα της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τις παθήσεις της κοιλιάς και των εντέρων, γενικότερα του πεπτικού συστήματος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαστρεντερολογία
- ↑ γαστρεντερολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας