γαστρεντερολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαστρεντερολόγος < γαστρεντερολογ(ία) + -ος. Αναλύεται σε γαστρεντερο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαστρεντερολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός με ειδικότητα την γαστρεντερολογία, που ασχολείται με τις παθήσεις της κοιλιάς και των εντέρων, γενικότερα του πεπτικού συτήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαστρεντερολόγος