γαλονού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.loˈnu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λο‐νού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλονού θηλυκό
- (στρατιωτική αργκό) θηλυκό του γαλονάς: η αξιωματικός, αυτή που έχει γαλόνια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γαλονάς
γαλονού
|