Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλακτωματοποίηση οι γαλακτωματοποιήσεις
      γενική της γαλακτωματοποίησης των γαλακτωματοποιήσεων
    αιτιατική τη γαλακτωματοποίηση τις γαλακτωματοποιήσεις
     κλητική γαλακτωματοποίηση γαλακτωματοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτωματοποίηση < γαλάκτωμα, γαλακτωματ- -ο- + -ποίηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλακτωματοποίηση θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία