Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαιοπρόσοδος οι γαιοπρόσοδοι (γαιοπρόσοδες)
      γενική της γαιοπροσόδου των γαιοπροσόδων
    αιτιατική τη γαιοπρόσοδο τις γαιοπροσόδους (γαιοπρόσοδες)
     κλητική γαιοπρόσοδε (γαιοπρόσοδο) γαιοπρόσοδοι (γαιοπρόσοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαιοπρόσοδος < γαιο- + πρόσοδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαιοπρόσοδος θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία