γαιοπρόσοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαιοπρόσοδος θηλυκό
- (οικονομία) το εισόδημα ενός γαιοκτήμονα από το ενοίκιο που εισπράττει από κάποιον ο οποίος νοίκιασε (με ετήσιο ενοίκιο) τη γη του πρώτου και την εκμεταλλεύεται παραγωγικά, ένα από τα βασικότερα μη δεδουλευμένα εισοδήματα και βασικό στοιχείο αντιπαράθεσης στις οικονομικές θεωρίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαιοπρόσοδος
|