Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βύρσωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βύρσωμα
τα
βυρσώμα
τ
α
γενική
του
βυρσώμα
τ
ος
των
βυρσωμά
τ
ων
αιτιατική
το
βύρσωμα
τα
βυρσώμα
τ
α
κλητική
βύρσωμα
βυρσώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βύρσωμα
<
ελληνιστική κοινή
βυρσόω
/
βυρσῶ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βύρσωμα
ουδέτερο
η
επένδυση
με
δέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βύρσωμα