βόας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόας | οι | βόες |
γενική | του | βόα | των | βοών |
αιτιατική | τον | βόα | τους | βόες |
κλητική | βόα | βόες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόας < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική boa + -ς [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόας αρσενικό
- (φίδι) μεγάλο φίδι
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βόας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βόας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
βόας
- β' τύπος αιτιατικής πληθυντικού του ουσιαστικού βοῦς