βυζάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυζάρα | οι | βυζάρες |
γενική | της | βυζάρας | — | |
αιτιατική | τη | βυζάρα | τις | βυζάρες |
κλητική | βυζάρα | βυζάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βυζάρα < βυζ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βυζάρα θηλυκό
- (μεγεθυντικό) μεγάλο βυζί
- ↪ Αυτές οι βυζάρες αποκλείεται να είναι φυσικές! Ας είναι καλά η σιλικόνη!
Μεταφράσεις επεξεργασία
βυζάρα
|