βρυσάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρυσάκι | τα | βρυσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βρυσάκι | τα | βρυσάκια |
κλητική | βρυσάκι | βρυσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρυσάκι < βρύσ(η) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾiˈsa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυ‐σά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρυσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βρύση
Συγγενικά
επεξεργασία- Βρυσάκι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βρύση
βρυσάκι
|
Πηγές
επεξεργασία- βρυσάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)