βρεφοδόχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρεφοδόχος θηλυκό
- η ειδική θήκη που βρίσκεται έξω από τα βρεφοκομεία κάποιων χωρών (παλιότερα και στην Ελλάδα) για την υποδοχή των έκθετων βρεφών
- Σε κάποιες χώρες υπάρχουν ακόμα βρεφοδόχοι, πράγμα σαφώς καλύτερο απ' τους κάδους.