Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρεφοδόχος οι βρεφοδόχοι
      γενική της βρεφοδόχου των βρεφοδόχων
    αιτιατική τη βρεφοδόχο τις βρεφοδόχους
     κλητική βρεφοδόχε βρεφοδόχοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεφοδόχος < βρέφος + -δόχος (< δέχομαι)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1866

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρεφοδόχος θηλυκό

  • η ειδική θήκη που βρίσκεται έξω από τα βρεφοκομεία κάποιων χωρών (παλιότερα και στην Ελλάδα) για την υποδοχή των έκθετων βρεφών
    Σε κάποιες χώρες υπάρχουν ακόμα βρεφοδόχοι, πράγμα σαφώς καλύτερο απ' τους κάδους.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία