Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραδυδικία οι βραδυδικίες
      γενική της βραδυδικίας των βραδυδικιών
    αιτιατική τη βραδυδικία τις βραδυδικίες
     κλητική βραδυδικία βραδυδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραδυδικία < βραδύς + δίκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραδυδικία θηλυκό

  1. η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης
    ο θεσμός παρέχει ανεπαρκώς τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει σχεδιασθεί (π.χ. η βραδυδικία του δικαιοδοτικού συστήματος) (εφ. Καθημερινή, 9/12/12)

  Μεταφράσεις επεξεργασία