βράδυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βράδυνση | οι | βραδύνσεις |
γενική | της | βράδυνσης* | των | βραδύνσεων |
αιτιατική | τη | βράδυνση | τις | βραδύνσεις |
κλητική | βράδυνση | βραδύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βραδύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβράδυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βραδύνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βράδυνση
|