βράδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾa.ðʝa.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβράδιασμα ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βράδιασμα
|
βράδιασμα ουδέτερο
|