βουλευτοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουλευτοκρατία θηλυκό
- η υπέρμετρη παρέμβαση βουλευτών σε διοικητικές δραστηριότητες και αποφάσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλευτοκρατία
|
βουλευτοκρατία θηλυκό
|