βουιδοκέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουιδοκέλι | τα | βουιδοκέλια |
γενική | του | βουιδοκελιού | των | βουιδοκελιών |
αιτιατική | το | βουιδοκέλι | τα | βουιδοκέλια |
κλητική | βουιδοκέλι | βουιδοκέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουιδοκέλι ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) κελί για βόδια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουιδοκέλι
|
Πηγές επεξεργασία
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.