βοριαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βοριαδάκι | τα | βοριαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βοριαδάκι | τα | βοριαδάκια |
κλητική | βοριαδάκι | βοριαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοριαδάκι < υποκοριστικό του βοριάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοριαδάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοριαδάκι
|