βοηθηματούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβοηθηματούχος αρσενικό
- αυτός που δικαούται και λαμβάνει κάποιο βοήθημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοηθηματούχος
|
βοηθηματούχος αρσενικό
|