Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλεφαροπλαστική
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βλεφαροπλαστικ
ή
οι
βλεφαροπλαστικ
ές
γενική
της
βλεφαροπλαστικ
ής
των
βλεφαροπλαστικ
ών
αιτιατική
τη
βλεφαροπλαστικ
ή
τις
βλεφαροπλαστικ
ές
κλητική
βλεφαροπλαστικ
ή
βλεφαροπλαστικ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βλεφαροπλαστική
<
βλέφαρο
+
-ο-
+
πλαστική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλεφαροπλαστική
θηλυκό
πλαστική
χειρουργική
επέμβαση
στα
βλέφαρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βλεφαροπλάστη
βλεφαροπλαστία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλεφαροπλαστική