Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλαχοδήμαρχος οι βλαχοδήμαρχοι
      γενική του βλαχοδημάρχου
βλαχοδήμαρχου
των βλαχοδημάρχων
    αιτιατική τον βλαχοδήμαρχο τους βλαχοδημάρχους
βλαχοδήμαρχους
     κλητική βλαχοδήμαρχε βλαχοδήμαρχοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαχοδήμαρχος < βλαχο- + δήμαρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαχοδήμαρχος αρσενικό (θηλυκό: βλαχοδημαρχίνα)

  1. (μειωτικό) δήμαρχος σε μικρό χωριό που προβάλλεται ως σπουδαίος
  2. (κατ’ επέκταση) δήμαρχος με ξεπερασμένες αυταρχικές αντιλήψεις και συμπεριφορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία