Δείτε επίσης: Βλαχία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλαχιά οι βλαχιές
      γενική της βλαχιάς των βλαχιών
    αιτιατική τη βλαχιά τις βλαχιές
     κλητική βλαχιά βλαχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαχιά < βλάχος + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαχιά θηλυκό

  • (μειωτικό) το σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν έναν βλάχο, έναν άνθρωπο από χωριό χωρίς καλούς τρόπους και επίπεδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία