Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλαστομύκης οἱ βλαστομύκητες
      γενική τοῦ βλαστομύκητος τῶν βλαστομυκήτων
      δοτική τῷ βλαστομύκητι τοῖς βλαστομύκησι(ν)
    αιτιατική τὸν βλαστομύκητα τοὺς βλαστομύκητᾰς
     κλητική ! βλαστομύκης βλαστομύκητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαστομύκης: → δείτε τη λέξη βλαστομύκητας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαστομύκης, -ητος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία