βλαστομύκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βλαστομύκης | οἱ | βλαστομύκητες | ||||
γενική | τοῦ | βλαστομύκητος | τῶν | βλαστομυκήτων | ||||
δοτική | τῷ | βλαστομύκητι | τοῖς | βλαστομύκησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | βλαστομύκητα | τοὺς | βλαστομύκητας | ||||
κλητική ὦ! | βλαστομύκης | βλαστομύκητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλαστομύκης: → δείτε τη λέξη βλαστομύκητας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλαστομύκης, -ητος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .