Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλαστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βλαστικότητ
α
οι
βλαστικότητ
ες
γενική
της
βλαστικότητ
ας
των
βλαστικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
βλαστικότητ
α
τις
βλαστικότητ
ες
κλητική
βλαστικότητ
α
βλαστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βλαστικότητα
<
βλαστικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλαστικότητα
θηλυκό
η
ικανότητα
προς
βλάστηση
, η
τάση
κάποιου
σπόρου
να
βλαστήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλαστικότητα