καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλαστικότης αἱ βλαστικότητες
      γενική τῆς βλαστικότητος τῶν βλαστικοτήτων
      δοτική τῇ βλαστικότητι ταῖς βλαστικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν βλαστικότητα τὰς βλαστικότητας
     κλητική ! βλαστικότης βλαστικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλαστικότης < ελληνιστική κοινή βλαστικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλαστικότης θηλυκό