Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλαπτικότης αἱ βλαπτικότητες
      γενική τῆς βλαπτικότητος τῶν βλαπτικοτήτων
      δοτική τῇ βλαπτικότητι ταῖς βλαπτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν βλαπτικότητα τὰς βλαπτικότητᾰς
     κλητική ! βλαπτικότης βλαπτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαπτικότης < αρχαία ελληνική βλαπτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαπτικότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία