βιτσιόζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιτσιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική vizioso + -ς < vizio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /viˈt͡si̯o.zos/ & /viˈt͡sço.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τσιό‐ζος
Επίθετο
επεξεργασίαβιτσιόζος αρσενικό (θηλυκό βιτσιόζα)
- αυτός που έχει βίτσια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βίτσιο