Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοεκτύπωση οι βιοεκτυπώσεις
      γενική της βιοεκτύπωσης* των βιοεκτυπώσεων
    αιτιατική τη βιοεκτύπωση τις βιοεκτυπώσεις
     κλητική βιοεκτύπωση βιοεκτυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοεκτυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοεκτύπωση < βιο- + εκτύπωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοεκτύπωση θηλυκό

  • (ιατρική) δημιουργία ανθρώπινων οργάνων (ή εν γένει οργάνων ζωντανών οργανισμών) με μέθοδο τρισδιάστατης εκτύπωσης, τεχνική της βιοτεχνολογίας
    ※  ..η ομάδα του έχει ως απώτερο στόχο τη βιοεκτύπωση, την εκτύπωση δηλαδή μια μέρα ολόκληρων οργάνων.. ([1], εφημερίδα Το Βήμα)
    ※  Βιοεκτύπωση: Το μέλλον των μεταμοσχεύσεων; ([2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία