βιοεκτύπωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοεκτύπωση | οι | βιοεκτυπώσεις |
γενική | της | βιοεκτύπωσης* | των | βιοεκτυπώσεων |
αιτιατική | τη | βιοεκτύπωση | τις | βιοεκτυπώσεις |
κλητική | βιοεκτύπωση | βιοεκτυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοεκτυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοεκτύπωση θηλυκό
- (ιατρική) δημιουργία ανθρώπινων οργάνων (ή εν γένει οργάνων ζωντανών οργανισμών) με μέθοδο τρισδιάστατης εκτύπωσης, τεχνική της βιοτεχνολογίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοεκτύπωση