βηματοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βηματοδότηση | οι | βηματοδοτήσεις |
γενική | της | βηματοδότησης* | των | βηματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | βηματοδότηση | τις | βηματοδοτήσεις |
κλητική | βηματοδότηση | βηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βηματοδότηση < βηματοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβηματοδότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βηματοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία βηματοδότηση
|