βηματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βηματάκι | τα | βηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βηματάκι | τα | βηματάκια |
κλητική | βηματάκι | βηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βηματάκι < βήμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
βηματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βηματάκι
|