βελανιδόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βελανιδόψωμο < βελανίδ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελανιδόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ψωμί φτιαγμένο από αλεύρι που έχει προκύψει από την κατεργασία βελανιδιών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βελανιδόψωμο
|