Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλανιδόψωμο τα βαλανιδόψωμα
      γενική του βαλανιδόψωμου των βαλανιδόψωμων
    αιτιατική το βαλανιδόψωμο τα βαλανιδόψωμα
     κλητική βαλανιδόψωμο βαλανιδόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλανιδόψωμο < βαλανίδ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλανιδόψωμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία