βασιβουζουκισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασιβουζουκισμός < βασιβουζούκ(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασιβουζουκισμός αρσενικό
- η απείθαρχη, σκληρή και άτακτη συμπεριφορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασιβουζουκισμός
|