βαρόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρόνη | οι | βαρόνες |
γενική | της | βαρόνης | — | |
αιτιατική | τη | βαρόνη | τις | βαρόνες |
κλητική | βαρόνη | βαρόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαρόνη θηλυκό