Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαμβακώνας οι βαμβακώνες
      γενική του βαμβακώνα των βαμβακώνων
    αιτιατική τον βαμβακώνα τους βαμβακώνες
     κλητική βαμβακώνα βαμβακώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμβακώνας < βαμβάκ(ι) + -ώνας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈko.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμ‐βα‐κώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμβακώνας αρσενικό

  • (σπάνιο) βαμβακοφυτεία
    ※  Οι συγκυριακά αυξημένες τιμές φέτος στα σιτηρά, σε συνδυασμό με την επερχόμενη νέα ΚΑΠ, οδηγούν σε στροφή τα προσεχή χρόνια στον κάμπο, ώστε από «βαμβακώνας» να καταστεί και πάλι σιτοβολώνας! (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία