Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακίαση οι βαμβακιάσεις
      γενική της βαμβακίασης* των βαμβακιάσεων
    αιτιατική τη βαμβακίαση τις βαμβακιάσεις
     κλητική βαμβακίαση βαμβακιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαμβακιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμβακίαση < βαμβακ- + -ίαση
 
πεύκο με βαμβακίαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμβακίαση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία