βαμβακάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαμβακάδα αρσενικό
- συνώνυμο του βαμβακίαση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαμβάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαμβακάδα
|
βαμβακάδα αρσενικό
|